- ἀτίθασοι
- ἀτίθασοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… … Dictionary of Greek